Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
ability /əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
absolutely /ˌabsəˈlo͞otlē/ = ADVERB: απολύτως, απόλυτα; USER: απολύτως, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε, οπωσδήποτε

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
accessed /ˈæk.ses/ = USER: πρόσβαση, προσεγγιστεί, πρόσβαση σε, προσβάσιμες, προσπελαστεί

GT GD C H L M O
accessibility /əkˈses.ə.bl̩/ = NOUN: προσιτότητα, ευπρόσιτο; USER: προσιτότητα, προσβασιμότητας, προσβασιμότητα, πρόσβασης, accessibility

GT GD C H L M O
accessible /əkˈses.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: προσιτός, προσπελάσιμος, δεκτικός; USER: προσιτός, πρόσβαση, προσβάσιμο, προσβάσιμα, προσβάσιμη

GT GD C H L M O
accounting /əˈkaʊn.tɪŋ/ = NOUN: λογιστική; ADJECTIVE: λογιστικός; USER: λογιστική, λογιστικής, λογιστικών, λογιστικές, αντιπροσωπεύοντας

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
activated /ˈaktəˌvāt/ = VERB: θέτω εις ενέργειαν, δραστηριοποιώ; USER: ενεργοποιείται, ενεργοποιημένη, ενεργοποιούνται, ενεργοποιηθεί, ενεργοποιημένο

GT GD C H L M O
activations

GT GD C H L M O
adjusted /əˈjəst/ = VERB: προσαρμόζω, ρυθμίζω, κανονίζω, διευθετώ; USER: προσαρμόζεται, ρυθμίζεται, προσαρμόζονται, ρυθμιστεί, προσαρμοστεί

GT GD C H L M O
advantage /ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα; USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
along /əˈlɒŋ/ = ADVERB: κατά μήκος, εμπρός; USER: κατά μήκος, μαζί, μήκος, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
appreciate /əˈpriː.ʃi.eɪt/ = VERB: εκτιμώ; USER: εκτιμώ, εκτιμήσουν, εκτιμούν, εκτιμήσετε, εκτιμήσει

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
audio /ˈɔː.di.əʊ/ = USER: audio, ήχου, ήχο, ήχος, ακουστικά

GT GD C H L M O
average /ˈæv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: μέσος, μέσος όρος; VERB: υπολογίζομαι κατά μέσον όρον, υπολογίζω; USER: μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέση, μέσο, μέσο

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
backgrounds /ˈbæk.ɡraʊnd/ = NOUN: φόντο, βάθος; USER: υπόβαθρα, υπόβαθρο, φόντα, υποβάθρων, περιβάλλοντα

GT GD C H L M O
base /beɪs/ = NOUN: βάση, θεμέλιο, χαμερπής, πέδιλο σιδηροτροχίας, βάση δύναμης αριθμού; VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βασική

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
behavior /bɪˈheɪ.vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική; USER: συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, συμπεριφορά των

GT GD C H L M O
being /ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση; USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι

GT GD C H L M O
benefit /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν

GT GD C H L M O
benefits /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: οφέλη, παροχές, τα οφέλη, παροχών, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
brad /bræd/ = NOUN: ακέφαλο καρφί; USER: ακέφαλο καρφί, Brad, Μπραντ, βελονάκι, ο Brad

GT GD C H L M O
browser /ˈbraʊ.zər/ = USER: περιήγησης, πρόγραμμα περιήγησης, φυλλομετρητή, προγράμματος περιήγησης, περιηγητή

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
busy /ˈbɪz.i/ = ADJECTIVE: απασχολημένος, κατειλημμένος; VERB: απασχολώ; USER: απασχολημένος, απασχολημένοι, πολυάσχολη, πολυσύχναστη, πολυάσχολο, πολυάσχολο

GT GD C H L M O
button /ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο; VERB: κουμπώνω; USER: κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, κουμπιού

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
ceo /ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων

GT GD C H L M O
challenge /ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού; VERB: προκαλώ; USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν

GT GD C H L M O
clicking /klɪk/ = VERB: ταιριάζω, κροτώ; USER: κλικ, κάντε κλικ, κάνοντας κλικ, πατώντας, κάνοντας κλικ στο

GT GD C H L M O
connected /kəˈnek.tɪd/ = ADJECTIVE: συνδεδεμένος; USER: συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί

GT GD C H L M O
contacted /ˈkɒn.tækt/ = VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν; USER: επαφή, επικοινώνησε, επικοινώνησε με, σε επαφή, επαφή με

GT GD C H L M O
content /kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση; ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος; VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ; USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
countries /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες

GT GD C H L M O
course /kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό; VERB: τρέχω, κυνηγώ; USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια

GT GD C H L M O
courses /kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό; USER: μαθήματα, μαθημάτων, τα μαθήματα, γήπεδα, προγράμματα

GT GD C H L M O
desktop /ˈdesk.tɒp/ = USER: desktop, επιφάνεια εργασίας, επιτραπέζιο, στην επιφάνεια εργασίας, επιφάνεια

GT GD C H L M O
device /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης

GT GD C H L M O
devices /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
difficulties /ˈdifikəltē/ = NOUN: δυσκολία; USER: δυσκολίες, δυσκολιών, δυσχέρειες, τις δυσκολίες, δυσκολίες που

GT GD C H L M O
direction /daɪˈrek.ʃən/ = NOUN: κατεύθυνση, διεύθυνση, σκηνοθεσία; USER: κατεύθυνση, διεύθυνση, την κατεύθυνση, κατεύθυνσης, φορά

GT GD C H L M O
diverse /daɪˈvɜːs/ = ADJECTIVE: ποικίλος, διάφορος; USER: ποικίλες, διαφορετικές, ποικίλα, διαφορετικά, ποικίλο

GT GD C H L M O
download /ˌdaʊnˈləʊd/ = USER: κατεβάστε, κατεβάσετε, λήψη, λήψης, να κατεβάσετε

GT GD C H L M O
downloads /ˌdaʊnˈləʊd/ = USER: λήψεις, downloads, κατέβηκε, Κατέβηκαν, Κατεβάστε

GT GD C H L M O
dyslexia /dəsˈleksēə/ = USER: δυσλεξία, δυσλεξίας, τη δυσλεξία, η δυσλεξία, της δυσλεξίας,

GT GD C H L M O
education /ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση; USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
engaged /ɪnˈɡeɪdʒd/ = ADJECTIVE: αρραβωνιασμένος, κατειλημμένος, πιασμένος; USER: που ασχολούνται, ασχολούνται, που ασχολούνται με, ασχολούνται με, ασχολείται

GT GD C H L M O
enhance /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση

GT GD C H L M O
enjoy /ɪnˈdʒɔɪ/ = VERB: απολαμβάνω, χαίρομαι; USER: απολαύστε, απολαύσετε, απολαμβάνουν, απολαύσουν, να απολαύσετε

GT GD C H L M O
enough /ɪˈnʌf/ = ADVERB: αρκετά; ADJECTIVE: αρκετός, κάμποσος; USER: αρκετά, αρκετός, αρκετό, αρκετή, αρκεί, αρκεί

GT GD C H L M O
ensure /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει

GT GD C H L M O
equally /ˈiː.kwə.li/ = ADVERB: εξίσου; USER: εξίσου, επίσης, ίδιο, εξ ίσου, ισότιμα

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
feedback /ˈfiːd.bæk/ = NOUN: ανατροφοδότηση, ανάδραση, αναπληροφόρηση; USER: ανατροφοδότηση, ανάδραση, γνώμη, Η γνώμη, μετράει

GT GD C H L M O
finance /ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά, οικονομολογία; VERB: χρηματοδοτώ; USER: χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτούν, χρηματοδοτήσουν, χρηματοδοτήσει

GT GD C H L M O
fits /fit/ = VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω; NOUN: σπασμός, παροξυσμός; USER: ταιριάζει, προσαρμόζεται, χωράει, ταιριάζει με, εντάσσεται

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
functionality /ˌfʌŋk.ʃənˈæl.ə.ti/ = USER: λειτουργικότητα, λειτουργικότητας, λειτουργία, λειτουργίες, τη λειτουργικότητα

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
growing /ˈɡrəʊ.ɪŋ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι; USER: αυξάνεται, καλλιέργεια, καλλιέργειας, αυξανόμενη, αυξανόμενες

GT GD C H L M O
grown /ɡrəʊn/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι; USER: καλλιεργούνται, καλλιεργείται, που καλλιεργούνται, καλλιεργηθεί, αυξηθεί

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
higher /ˈhaɪ.ər/ = USER: υψηλότερα, υψηλότερες, υψηλότερη, υψηλότερο, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
highlighting /ˈhaɪ.laɪt/ = VERB: δίδω έμφασιν; USER: τονίζοντας, αναδεικνύοντας, υπογραμμίζοντας, επισημαίνοντας, προβολή

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
however /ˌhaʊˈev.ər/ = CONJUNCTION: ωστόσο, μολαταύτα; ADVERB: εν τούτοις, οπωσδήποτε; USER: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως, πάντως

GT GD C H L M O
huge /hjuːdʒ/ = ADJECTIVE: τεράστιος, πελώριος, θεόρατος, υπερμεγέθης, γιγαντόσωμος, παμμέγεθης; USER: τεράστιος, τεράστια, τεράστιο, τεράστιες, Ο

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
implement /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εργαλείο, σκεύος; VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμογή, εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόσει, εφαρμόζουν

GT GD C H L M O
implementation /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εκτέλεση; USER: εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
implemented /ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμοστεί, εφαρμόζονται, υλοποιηθεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή

GT GD C H L M O
importance /ɪmˈpɔː.təns/ = NOUN: σπουδαιότητα, σπουδαιότης; USER: σπουδαιότητα, σημασία, σημασίας, σημαντικό, σημασία που, σημασία που

GT GD C H L M O
improve /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
inclusive /ɪnˈkluː.sɪv/ = ADJECTIVE: περιεκτικός, συμπεριλαμβανομένος; USER: inclusive, χωρίς αποκλεισμούς, αποκλεισμούς, συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων

GT GD C H L M O
integration /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση; USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης

GT GD C H L M O
internet /ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο; USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
language /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές

GT GD C H L M O
laptop /ˈlæp.tɒp/ = USER: laptop, φορητό υπολογιστή, φορητό, φορητού υπολογιστή

GT GD C H L M O
launched /lɔːntʃ/ = VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ; USER: ξεκίνησε, που ξεκίνησε, δρομολογήθηκε, δρομολόγησε, ξεκινήσει

GT GD C H L M O
law /lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής; ADJECTIVE: νομικός; USER: νόμος, νομική, δικαίου, δίκαιο, νόμου

GT GD C H L M O
learning /ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost; USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές

GT GD C H L M O
leisure /ˈleʒ.ər/ = NOUN: ελεύθερος χρόνος, άνεση, ανάπαυση, σχολή; USER: ελεύθερος χρόνος, αναψυχής, αναψυχή, ελεύθερο χρόνο, ελεύθερο

GT GD C H L M O
levels /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων

GT GD C H L M O
listen /ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
marketing /ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών; USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία

GT GD C H L M O
material /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; ADJECTIVE: ουσιώδης, υλικός, σημαντικός; USER: υλικό, ύλη, υλικού, υλικών, υλικά

GT GD C H L M O
materials /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών

GT GD C H L M O
month /mʌnθ/ = NOUN: μήνας; USER: μήνας, μήνα, μηνός, μηνών, μήνες, μήνες

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
multiple /ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος; NOUN: πολλαπλάσιο; USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά

GT GD C H L M O
native /ˈneɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος, γενέθλιος, έμφυτος, ατόφιος; USER: ντόπιος, Native, μητρική, φυσική, εγγενή, εγγενή

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
non /nɒn-/ = USER: non, non, non; USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν

GT GD C H L M O
numerous /ˈnjuː.mə.rəs/ = ADJECTIVE: πολυάριθμος; USER: πολυάριθμες, πολλές, πολυάριθμα, πολλά, πολυάριθμων

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offered /ˈɒf.ər/ = VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφέρονται, προσφέρεται, που προσφέρονται, προσφέρει, που προσφέρει

GT GD C H L M O
offerings /ˈɒf.ər.ɪŋ/ = NOUN: προσφορά, θυσία; USER: προσφορές, αφιερώματα, προσφορών, τις προσφορές, προσφορά

GT GD C H L M O
offers /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; USER: προσφέρει, προσφορές, διαθέτει, παρέχει, τις προσφορές

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
online /ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο

GT GD C H L M O
opportunity /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
organization /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως

GT GD C H L M O
organizational /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = ADJECTIVE: οργανωτικός; USER: οργανωτικός, οργανωτική, οργανωτικές, οργανωτικής, οργανωτικά

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
pace /peɪs/ = NOUN: βήμα, βάδισμα; VERB: βηματίζω; USER: βήμα, ρυθμό, ρυθμός, ρυθμού, ρυθμούς

GT GD C H L M O
per /pɜːr/ = PREPOSITION: ανά, κατά, διά; USER: ανά, κατά, ζώνης, κάθε, ανα

GT GD C H L M O
positive /ˈpɒz.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: θετικός, ρητός; USER: θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές

GT GD C H L M O
principle /ˈprɪn.sɪ.pl̩/ = NOUN: αρχή, αξίωμα, στοιχείο; USER: αρχή, αρχής, αρχήν, αρχή της

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
read /riːd/ = NOUN: ανάγνωση; VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω; USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει

GT GD C H L M O
reading /ˈriː.dɪŋ/ = NOUN: ανάγνωση, διάβασμα, ερμηνεία, ανάγνωσμα; USER: ανάγνωση, διάβασμα, την ανάγνωση, ανάγνωσης, διαβάζοντας, διαβάζοντας

GT GD C H L M O
received /rɪˈsiːvd/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: έλαβε, λάβει, έλαβαν, λαμβάνονται, ελήφθη

GT GD C H L M O
recognizes /ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω; USER: αναγνωρίζει, αναγνωρίζει την, αναγνωρίζεται

GT GD C H L M O
regardless /rɪˈɡɑːd.ləs/ = ADJECTIVE: απρόσεκτος, ασεβής, ανευλαβής; USER: ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ασχέτως, άσχετα

GT GD C H L M O
required /rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται

GT GD C H L M O
resources /ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι; USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους

GT GD C H L M O
results /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που

GT GD C H L M O
ride /raɪd/ = NOUN: βόλτα, ιππασία, περίπατος επί αυτοκίνητου, περίπατος επί άμαξης; VERB: ιππεύω, οχούμαι, πηγαίνω επί αυτοκίνητου, άλογου κλπ.; USER: βόλτα, οδηγούν, βόλτα στην, οδηγήσετε, οδηγήσει

GT GD C H L M O
right /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος; ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος

GT GD C H L M O
running /ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων; ADJECTIVE: τρεχάτος; USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
sales /seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις

GT GD C H L M O
seamless /ˈsiːm.ləs/ = ADJECTIVE: χωρίς ραφή, άνευ ραφών; USER: χωρίς ραφή, απρόσκοπτη, χωρίς, αδιάλειπτη, άνευ ραφής

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
showing /ˈʃəʊ.ɪŋ/ = NOUN: επίδειξη, εκδήλωση; USER: επίδειξη, δείχνει, που δείχνει, δείχνουν, που δείχνουν

GT GD C H L M O
simple /ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής; NOUN: απλούς; USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά

GT GD C H L M O
simply /ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα; USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
sincerely /sɪnˈsɪə.li/ = ADVERB: ειλικρινά, ειλικρινώς; USER: ειλικρινά, εκτίμηση, θερμά, ειλικρίνεια, με ειλικρίνεια

GT GD C H L M O
sit /sɪt/ = VERB: καθίζω, κάθημαι, επικάθημαι, συνεδριάζω, ποζάρω; USER: κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσουν, καθίσουν

GT GD C H L M O
skills /skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης; USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων

GT GD C H L M O
smartphone /ˈsmɑːt.fəʊn/ = USER: smartphone, το smartphone, smartphone της, smartphone που, έξυπνο τηλέφωνο

GT GD C H L M O
solution /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση

GT GD C H L M O
sought /sɔːt/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι; USER: αναζήτησε, ζητείται, επιδιώκεται, ζητηθεί, ζήτησε

GT GD C H L M O
speakers /ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής; USER: ηχεία, ομιλητές, ομιλητών, ηχείων, τα ηχεία

GT GD C H L M O
speech /spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά; USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο

GT GD C H L M O
speed /spiːd/ = NOUN: ταχύτητα, σπουδή, ταχύτης; VERB: επιταχύνω, ευημερώ, κατευοδώνω, τρέχω γρήγορα, σπεύδω; USER: ταχύτητα, επιταχύνει, επιτάχυνση, επιταχυνθεί, επιταχύνουν

GT GD C H L M O
student /ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητής, σπουδαστής; USER: φοιτητής, σπουδαστής, σπουδαστών, φοιτητή, μαθητή, μαθητή

GT GD C H L M O
students /ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητόκοσμος; USER: φοιτητές, μαθητές, οι μαθητές, σπουδαστές, μαθητών, μαθητών

GT GD C H L M O
subjects /ˈsʌb.dʒekt/ = NOUN: θέμα, υποκείμενο, ζήτημα, υπήκοος; VERB: υποβάλλω, υποτάσσω, εκθέτω; USER: θέματα, υποκείμενα, άτομα, μαθήματα, τα θέματα

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
synchronized /ˈsɪŋ.krə.naɪz/ = VERB: συγχρονίζω; USER: συγχρονισμένη, συγχρονισμένες, συγχρονίζονται, συγχρονισμένα, συγχρονισμένο"

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
tablet /ˈtæb.lət/ = NOUN: δισκίο, ταμπλέτα, χάπι, πλακίδιο, πινακίδα, μικρή δέσμη χάρτου; USER: δισκίο, ταμπλέτα, δισκίου, tablet, δισκίων

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
text /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
times /taɪmz/ = NOUN: φορές; USER: φορές, χρόνους, χρόνοι, ώρες, φορές την, φορές την

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
tools /tuːl/ = NOUN: εργαλεία; USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία

GT GD C H L M O
top /tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα; ADJECTIVE: ανώτατος; VERB: σκεπάζω, υπερβάλω; USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή

GT GD C H L M O
topics /ˈtɒp.ɪk/ = NOUN: θέμα, ζήτημα; USER: θέματα, τα θέματα, θεμάτων, θέματα που, ζητήματα

GT GD C H L M O
universities /ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο; USER: πανεπιστήμια, τα πανεπιστήμια, πανεπιστημίων, των πανεπιστημίων, των πανεπιστημίων

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
usage /ˈjuː.sɪdʒ/ = NOUN: χρήση, μεταχείριση, έξη; USER: χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρήση του, χρήσης του

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
variety /vəˈraɪə.ti/ = NOUN: ποικιλία, είδος; USER: ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορους, διάφορα

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
via /ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου; USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των

GT GD C H L M O
visual /ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός; USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
wasn /ˈwɒz.ənt/ = USER: δεν ήταν, wasn, δεν ήμουν

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
wide /waɪd/ = ADJECTIVE: ευρύς, φαρδύς, πλατύς; USER: ευρύς, ευρύ, μεγάλη, ευρεία, ευρείας, ευρείας

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
worked /wərk/ = VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, λειτούργησε, δούλεψε

GT GD C H L M O
worth /wɜːθ/ = NOUN: αξία; ADJECTIVE: άξιος, αξίζων, αυτός που αξίζει; USER: αξία, αξίζει, αξίας, αξίζει να, αξίζει και, αξίζει και

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

208 words